Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κριτσάνισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 rosicatu`ra ~f~
2 rosicchiame`nto ~m~
3 scricchiolame`nto ~m~
4 scricchioli`o ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κριτσανίζω κριτσανιστός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---