Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κριθαρένιος  
επίθετο

d'orzo

κριθαρίσιος
επίθετο

lo stesso che [κριθαρένιος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κριθαράκι κριθάρι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---