Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρίμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 pecca`to ~m~, colpa ~f~ εξομολογoύμαι τα κρίματά μου == confessare i propri peccati
2 pecca`to ~m~ είναι κρίμα να πετάξουμε τόσο φαγητό == è un peccato buttare via tutto questo cibo | κρίμα που δεν μπορείς να έρθεις μαζί μας == è un peccato che tu non possa venire con noi | το κρίμα στο λαιμό σου == la colpa sarà interamente tua!, sarai tu il colpevole!

κρίμα
επιφώνημα

pecca`to! κρίμα τον κόπο! == quanta fatica sprecata! | τι κρίμα! == che peccato!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρίκος κριμαϊκός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τι κρίμα! = che peccato!


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---