Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκρίκος
ουσιαστικό αρσενικό 1 ane`llo ~m~, ma`glia ~f~ οι κρίκοι αλυσίδας == gli anelli di una catena 2 meccanica cricco ~m~, martine`tto ~m~ 3 (fig) ane`llo ~m~, lega`me ~m~ συνδεκτικός κρίκος == anello di congiunzione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |