Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κριματισμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [κριματίζω]
2 peccamino`so
3 peccato`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κριμαϊκός κριμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---