Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρίνομαι
ρήμα παθητικό

1 e`ssere giudica`to κρίθηκε δίκαια == è stato giudicato in modo equo | κρίθηκε ένοχoς == fu giudicato colpevole
2 dipe`ndere από αυτόν θα κριθεί η έκβαση του εγχειρήματoς == da lui dipende l'esito dell'impresa
3 e`ssere critica`to μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε == non criticate se non volete essere criticati

κρίνω  
ρήμα αμετάβατο

1 giudica`re, valuta`re μην κρίνεις από τα φαινόμενα == non giudicare dalle apparenze! | αν κρίνω από... == a giudicare da... | εγώ θα κρίνω ποιος έχει δίκιο == sarò io a giudicare chi ha ragione | ας αφήσουμε το Θεό να κρίνει == lasciamo a Dio giudicare
2 ritene`re, giudica`re κρίνω ότι είναι η κατάλληλη στιγμή == ritengo che sia il momento opportuno
3 dare, espri`mere un giudi`zio, espri`mere un'opinio`ne, giudica`re δεν μπορώ να κρίνω, προτού μελετήσω καλά το πρόβλημα == non posso esprimere un giudizio, prima di aver esaminato bene il problema

κρίνω
ρήμα μεταβατικό

1 diritto giudica`re οι ένορκοι τον έκριναν ένοχο == la giuria l'ha giudicato colpevole
2 giudica`re, ritene`re, considera`re δεν τον κρίνω ικανό για τέτοια πράξη == non lo giudico capace di un'azione del genere
3 deci`dere, e`ssere decisi`vo, determina`nte o τραυματισμός του έκρινε την έκβαση του αγώνα == il suo infortunio è stato decisivo per l'esito dell'incontro
4 critica`re κρίνει τους πάντες και τα πάντα == critica tutti e tutto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρινολούλουδο κρίνος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---