Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκρίσιμος
επίθετο 1 cri`tico, decisi`vo, crucia`le κρίσιμος αγώνας == partita decisiva, cruciale 2 cri`tico, pericolo`so, delica`to κρίσιμο στάδιο == fase critica | η κατάσταση του ασθενούς είναι κρίσιμη == le condizioni del malato sono critiche | βρίσκομαι σε κρίσιμη ηλικία == trovarsi in un'età critica κρι§σι§μό§τα§τος επίθετο superlativo di [κρίσιμος] κρι§σι§μό§τε§ρος επίθετο comparativo di [κρίσιμος] κρι§σι§μώ§τα§τος επίθετο superlativo di [κρίσιμος] κρι§σι§μώ§τε§ρος επίθετο comparativo di [κρίσιμος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |