κρίσιμος
επίθετο
1 cri`tico, decisi`vo, crucia`le κρίσιμος αγώνας == partita decisiva, cruciale
2 cri`tico, pericolo`so, delica`to κρίσιμο στάδιο == fase critica | η κατάσταση του ασθενούς είναι κρίσιμη == le condizioni del malato sono critiche | βρίσκομαι σε κρίσιμη ηλικία == trovarsi in un'età critica
κρι§σι§μό§τε§ρος
επίθετο
comparativo di [κρίσιμος]
κρι§σι§μό§τα§τος
επίθετο
superlativo di [κρίσιμος]
κρι§σι§μώ§τε§ρος
επίθετο
comparativo di [κρίσιμος]
κρι§σι§μώ§τα§τος
επίθετο
superlativo di [κρίσιμος]
επίθετο
1 cri`tico, decisi`vo, crucia`le κρίσιμος αγώνας == partita decisiva, cruciale
2 cri`tico, pericolo`so, delica`to κρίσιμο στάδιο == fase critica | η κατάσταση του ασθενούς είναι κρίσιμη == le condizioni del malato sono critiche | βρίσκομαι σε κρίσιμη ηλικία == trovarsi in un'età critica
κρι§σι§μό§τε§ρος
επίθετο
comparativo di [κρίσιμος]
κρι§σι§μό§τα§τος
επίθετο
superlativo di [κρίσιμος]
κρι§σι§μώ§τε§ρος
επίθετο
comparativo di [κρίσιμος]
κρι§σι§μώ§τα§τος
επίθετο
superlativo di [κρίσιμος]
permalink
κρίσιμος [επίθ.]
κρι§σι§μό§τα§τος [επίθ.]
κρι§σι§μό§τε§ρος [επίθ.]
κρι§σι§μώ§τα§τος [επίθ.]
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
