Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκρίση
ουσιαστικό θηλυκό 1 giudi`zio ~m~, facoltà ~f~ di giudi`zio είσαι πολύ μικρός, δεν έχεις κρίση ακόμα == sei troppo giovane, non hai ancora raggiunto l'età del giudizio 2 opinio`ne ~f~, pare`re ~m~, stima ~f~, valutazio`ne ~f~, giudi`zio ~m~ έχω εμπιστοσύνη στην κρίση του == ho fiducia nel suo giudizio | κρίση εμπειρογνωμόνων == la stima dei periti, il giudizio dei competenti 3 decisio`ne ~f~, verdetto ~m~, giudi`zio ~m~ θα ανακοινωθεί σε λίγο η κρίση του δικαστηρίου == la decisione del tribunale verrà comunicata tra poco | με ομόφωνη κρίση == a giudizio concorde 4 crisi ~f~ περνώ περίοδο κρίσης == passare, attraversare un periodo di crisi | κρίση αξιών == crisi di valori | υπαρξιακή κρίση == crisi esistenziale 5 medicina crisi ~f~, acce`sso ~m~, atta`cco ~m~ τον έπιασε νευρική κρίση == gli è venuta una crisi di nervi | υστερική κρίση == accesso isterico permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |