Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κριγιός
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [κριός]

κριός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 zoologia ((arcaico)) arie`te ~m~
2 storia militare arie`te ~m~

Κριός  
κύριο όνομα αρσενικό

astrologia Arie`te ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κριβοχαιρετάω κριθάλευρο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---