Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κριθαράκι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 riso`ne ~m~ (un tipo di pasta)
2 medicina orzaio`lo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κριθάλευρο κριθαρένιος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---