Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κίτρινο [ουσ ουδ.] κλαδοτσύμπανο [ουσ ουδ.]
κιτρινοπράσινος [επίθ.] κλαδοτσύμπανον [ουσ ουδ.]
κίτρινος [επίθ.] κλαδωμένος [επίθ.]
κιτρινωπός [επίθ.] κλαδωτός [επίθ.]
κίτρο [ουσ ουδ.] κλάημα [ουσ ουδ.]
κίτρον [ουσ ουδ.] κλαημένος [επίθ.]
κιτς [ουσ ουδ.] κλαημός [ουσ αρσ ]
κιφίλης [ουσ αρσ ] κλαίγομαι ενεστ. ορι...
κιχ [ουσ ουδ.] κλαίγω (έκλαψα, κ...
κίχλα [θηλ.ουσ] κλαίω {κλαις... ...
κίων [ουσ αρσ ] κλαίω {κλαις... ...
κλαγγή [θηλ.ουσ] κλαίων [επίθ.]
κλαδάκι [ουσ ουδ.] κλάκα {χωρ. γεν....
κλάδεμα {κλαδέμ-ατ... κλακαδόρος [ουσ αρσ ]
κλαδεμένος [επίθ.] κλακέρ [ουσ αρσ ]
κλαδευτήρα [θηλ.ουσ] κλάμα {κλάμ-ατος...
κλαδευτήρι {κλαδευτηρ... κλαμένος [επίθ.]
κλαδευτής [ουσ αρσ ] κλαμπ [ουσ ουδ.]
κλαδεύω {κλάδ-εψα,... κλανιά [θηλ.ουσ]
κλαδί {κλαδ-ιού ... κλανιάρα [θηλ.ουσ]
κλαδιά [ουσ ουδ πληθ.] κλανιάρης {κλανιάρηδ...
κλαδικός [επίθ.] κλάνω {έκλασα, κ...
κλαδίν [ουσ ουδ.] κλάνω {έκλασα, κ...
κλαδίον [ουσ ουδ.] κλάξον [ουσ ουδ.]
κλάδος [ουσ αρσ ] κλαπάτσα [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: