Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κίτρο  
ουσιαστικό ουδέτερο

botanica cedro ~m~ (il frutto)

κίτρον
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [κίτρο]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κιτρινωπός κιτς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---