Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκίτερνος
επίθετο variante di [κίτρινος] κίτρινος επίθετο 1 gia`llo μια κίτρινη φούστα == una gonna gialla 2 3 (fig) pa`llido, gia`llo έχει γίνει κίτρινος από την αρρώστια == è diventato pallido per via della malattia+++κίτρινος σαν το φλουρί == giallo come un limone | κίτρινος τύπoς == stampa gialla | κίτρινος πυρετός == febbre gialla permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |