Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κιτρίνιασμα
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [κιτρίνισμα]

κιτρίνισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 illividime`nto ~m~
2 ingiallime`nto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κιτρινιάρης κιτρινίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---