Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

θεραπευτής [ουσ αρσ ] θερμά [επίρ.]
θεραπευτική [θηλ.ουσ] θερμαγωγός [επίθ.]
θεραπευτικός [επίθ.] θερμαίνομαι (θερμ-άνθη...
θεραπεύτρια {θεραπευτρ... θερμαίνω {θέρμα-να,...
θεραπεύω (θεράπ-ευσ... θερμανθείς [επίθ.]
θεράπιο [ουσ ουδ.] θέρμανση {-ης κ. -ά...
θεράποντας [ουσ αρσ ] θερμαντήρας [ουσ αρσ ]
θεράπων {θεράπ-οντ... θερμαντικός [επίθ.]
θέρετρο {θερέτρ-ου... θερμασμένος [επίθ.]
θεριακλής {θεριακλήδ... θερμαστής [ουσ αρσ ]
θεριακλού {θεριακλού... θερμάστρα {θερμαστρώ...
θεριακώνομαι [ρ. παθ.] θέρμες [θηλ. ουσ πληθ.]
θέριεμα [ουσ ουδ.] θέρμη {χωρ. πληθ...
θεριεμένος [επίθ.] θερμίδα [θηλ.ουσ]
θεριεύω {θέρ-ιεψα,... θερμιδικός [επίθ.]
θερίζω {θέρισ-α, ... θερμιδομετρία {θερμιδομε...
θερινός [επίθ.] θερμιδομετρικός [επίθ.]
θεριό [ουσ ουδ.] θερμιδόμετρο {θερμιδομέ...
θέρισμα {θερίσμ-ατ... θερμικός [επίθ.]
θερισμένος [επίθ.] θερμιονικός [επίθ.]
θερισμός [ουσ αρσ ] θερμιόνιο [ουσ ουδ.]
θεριστής [ουσ αρσ ] θερμίστορ [ουσ ουδ.]
θεριστικός [επίθ.] θερμόαιμος [επίθ.]
θερίστρα [θηλ.ουσ] θερμοαναισθησία [θηλ.ουσ]
θερίστρια {θεριστριώ... θερμοβαρόμετρο [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: