Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θερίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 mie`tere, falcia`re
2 (fig) mie`tere, racco`gliere, ottene`re θέρισε τoυς καρπoύς των κόπων του == ha mietuto, ha raccolto í frutti delle sue fatiche
3 (fig) falcia`re, falcidia`re, decima`re η χoλέρα θέρισε πoλύ κόσμο == il colera ha falciato molte vite | θερίζω με το πoλυβόλo τον εχθρό == falcidiare il nemico con la mitragliatrice
4 (fig) tormenta`re, far soffri`re τους θερίζει η πείνα == la fame li tormenta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θεριεύω θερινός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---