Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θεριακλής  
ουσιαστικό αρσενικό

((popolare)) mani`aco ~m~, accani`to ~m~ είναι θεριακλής στο κάπνισμα == è un fumatore accanito

θεριακλού
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [θεριακλής]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θέρετρο θεριακώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---