Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θεραπεύομαι
ρήμα παθητικό

1 guari`re
2 rimargina`rsi
3 risana`rsi

θεραπεύω  
ρήμα μεταβατικό

1 ((letterario)) coltiva`re, dedica`rsi a θεραπεύω τις Μούσες == darsi alle Muse, coltivare le belle arti
2 medicina ((letterario)) cura`re, sottopo`rre a terapi`a me`dica θεραπεύω έναν ασθενή == curare un malato | τον θεράπευσαν στο εξωτερικό == l'hanno curato all'estero
3 ((letterario)) (fig) guarire o χρόνος θεραπεύει όλες τις πληγές == il tempo guarisce tutte le ferite

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θεραπευμένος θεραπεύσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---