Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θεραπευτής  
ουσιαστικό αρσενικό

terape`uta ~m~~f~, guaritore ~m~

θεραπεύτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [θεραπευτής]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θεραπευτήριο θεραπευτική  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---