Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθαράπαυση
ουσιαστικό θηλυκό variante rara di [θεράπευση] θαράπαψη ουσιαστικό θηλυκό variante rara di [θεράπευση] θαράπευση ουσιαστικό θηλυκό variante rara di [θεράπευση] θεράπαυση ουσιαστικό θηλυκό variante rara di [θεράπευση] θεράπευσις ουσιαστικό θηλυκό variante letteraria di [θεράπευση] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |