Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθεραπεία
ουσιαστικό θηλυκό 1 medicina terapi`a ~f~, cura ~f~, trattame`nto ~m~ θα Σας κοστίσει πολύ αυτή θεραπεία == questa terapia Le costerà molto 2 medicina guarigio`ne ~f~ δεν υπάρχει ελπίδα θεραπείας == non c'è speranza di guarigione 3 (fig) rime`dio ~m~ κοινωνική πληγή δίχως θεραπεία == una piaga sociale senza rimedio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |