Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θεράπαινα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [θεράποντας] e [θεράπων]

θεραπαινίδα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [θεράποντας] e [θεράπων]

θεραπαινίς
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [θεράποντας] e [θεράπων]

θεράποντας
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [θεράπων]

θεράπων  
ουσιαστικό αρσενικό

1 servito`re ~m~, servo ~m~, valle`tto (solo ~m~), ance`lla (solo ~f~)
2 medicina cura`nte θεράπων ιατρός == medico curante
3 (fig) culto`re ~m~, appassiona`to ~m~ θεράπων των γραμμάτων == uomo di lettere, letterato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θεόχτιστος θεράπαυση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---