Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθερινός
επίθετο esti`vo θερινό ωράριο == orario estivo | θερινóς κινηματoγράφoς == cinema all'aperto permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαοι θερινές εγκαταστάσεις [f.] = stabilimento [αρσ.] balneare Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |