Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θερμαίνομαι
ρήμα παθητικό

1 e`ssere riscalda`to
2 ((popolare)) ave`re la febbre mala`rica, e`ssere accalda`to

θερμαίνω  
ρήμα μεταβατικό

1 scalda`re, riscalda`re η σόμπα δε θερμαίνει καλά τo δωμάτιο == la stufa non riscalda bene la stanza
2 (fig) ravviva`re, anima`re τα σχόλιά του θέρμαναν τη συζήτηση == i suoi commenti hanno ravvivato la conversazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θερμαγωγός θερμανθείς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---