Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθέρμη
ουσιαστικό θηλυκό 1 ((popolare)) febbre ~f~ mala`rica 2 ((popolare)) mala`ria ~f~ 3 (fig) calo`re ~m~, passio`ne ~f~ συζητoύσαν με πολλή θέρμη == discutevano appassionatamente, calorosamente permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |