Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθεριστής
ουσιαστικό αρσενικό 1 mietito`re ~m~ 2 ((popolare)) giu`gno ~m~, mese ~m~ della mietitu`ra 3 (fig) sterminato`re ~m~ θερίστρα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [θεριστής] θερίστρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [θεριστής] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |