Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θεριεύω  
ρήμα αμετάβατο

1 diventa`re selva`ggio, inselvatichi`re
2 (fig) sviluppa`rsi, este`ndersi a vista d'o`cchio, accre`scersi rapidame`nte, ingiganti`rsi θέριεψε η πυρκαγιά == l'incendio si estese a vista d'occhio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θεριεμένος θερίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---