Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εράσμιος [επίθ.] εργάτες [ουσ αρσ πληθ.]
ερασμιότατος [επίθ.] εργάτης [ουσ αρσ ]
ερασμιότερος [επίθ.] εργατιά [θηλ.ουσ]
ερασμιώτατος [επίθ.] εργατικά [ουσ ουδ πληθ.]
ερασμιώτερος [επίθ.] εργατικός [επίθ.]
Έρασμος {Εράσμου} εργατικότατος [επίθ.]
εραστής [ουσ αρσ ] εργατικότερος [επίθ.]
εράστρια [θηλ.ουσ] εργατικότητα {χωρ. πληθ...
ερατεινός [επίθ.] εργατικώτατος [επίθ.]
εργάζομαι {εργάστηκα... εργατικώτερος [επίθ.]
εργαζόμενη [θηλ.ουσ] εργατισμός [ουσ αρσ ]
εργαζόμενος [επίθ.] εργατοκύλινδρος [ουσ αρσ ]
εργαζόμενος [ουσ αρσ ] εργάτρια [θηλ.ουσ]
εργαλεία [ουσ ουδ πληθ.] εργατώρα [θηλ.ουσ]
εργαλείο [ουσ ουδ.] εργένης {εργένηδες...
εργαλειοθήκη {εργαλειοθ... εργένικος [επίθ.]
εργαλειομηχανή [θηλ.ουσ] εργενιλίκι {χωρ. γεν....
εργασία {εργασιών} εργένισσα {εργενισσώ...
εργασιακός [επίθ.] έργιο [ουσ ουδ.]
εργάσιμος [επίθ.] έργο το πληθ. έ...
εργασιοθεραπεία {χωρ. πληθ... εργοδηγός [ουσ αρσ ]
εργαστήρι [ουσ ουδ.] εργοδοσία {εργοδοσιώ...
εργαστηριακός [επίθ.] εργοδότης {εργοδοτών...
εργαστήριο {εργαστηρί... εργοδοτικός [επίθ.]
εργαστήριον [ουσ ουδ.] εργοδότρια {εργοδοτρι...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: