Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεργάζομαι
ρήμα παθητικό 1 lavora`re χθες εργάστηκα όλη μέρα == ieri ho lavorato tutto il giorno 2 lavora`re, esercita`re una professio`ne εργάζεται σ' ένα ταξιδιωτικό γραφείο == lavora in un'agenzia turistica 3 lavora`re, consacra`rsi, dedica`rsi όλη του τη ζωή εργάστηκε για την ειρήνη == per tutta la vita ha lavorato per la pace permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |