Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εραστής  
ουσιαστικό αρσενικό

ama`nte ~mf~, amato`re ~m~ ((anche in senso figurato)) εραστής της τέχνης == amante dell'arte

εράστρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [εραστής ^-ή, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Έρασμος ερατεινός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---