Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεργαλεία
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός 1 armamenta`rio ~m~ 2 utensileri`a ~f~ 3 strume`nti ~mp~ di lavo`ro εργαλείο ουσιαστικό ουδέτερο ute`nsile ~m~, attre`zzo ~m~, arne`se ~m~, strume`nto ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |