Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εργασία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 lavo`ro ~m~ χειρωνακτική εργασία == lavoro manuale | άδεια εργασίας == permesso di lavoro | γραφείο ευρέσεως εργασίας == agenzia di collocamento | Υπουργείο Εργασίας == Ministero del Lavoro
2 lavorazio`ne ~f~ καλλιτεχνική εργασία == lavorazione artistica
3 lavo`ro ~m~, prodo`tto ~m~ del lavo`ro μου άρεσε η εργασία του == mi è piaciuto il suo lavoro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εργαλειομηχανή εργασιακός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η παράνομη εργασία = lavoro [αρσ.] nero || η άδεια εργασίας = permesso [αρσ.] di lavoro


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---