Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εξαναγκαστικός [επίθ.] εξαντλώ {εξαντλείς...
εξανάσταση [θηλ.ουσ] εξαόροφος [επίθ.]
εξανδραποδίζομαι [ρ. παθ.] εξάπαντος [επίρ.]
εξανδραποδίζω {εξανδραπό... εξαπατημένος [επίθ.]
εξανδραποδισμός [ουσ αρσ ] εξαπάτηση {-ης κ. -ή...
εξανεμίζομαι [ρ. παθ.] εξαπατητικός [επίθ.]
εξανεμίζω {εξανέμισ-... εξαπατούμαι [ρ. παθ.]
εξανέμιση [θηλ.ουσ] εξαπατώ {εξαπατάς....
εξάνθημα {εξανθήμ-α... εξαπατώμαι [ρ. παθ.]
εξανθηματικός [επίθ.] εξαπίνης [επίρ.]
εξανθρακώνω (εξανθράκ-... εξαπλασιάζομαι [ρ. παθ.]
εξανθράκωση [θηλ.ουσ] εξαπλασιάζω [ρ. μτβ.]
εξανθρωπίζομαι [ρ. παθ.] εξαπλάσιος [επίθ.]
εξανθρωπίζω {εξανθρώπι... εξαπλός [επίθ.]
εξανθρωπισμένος [επίθ.] εξαπλώνομαι [ρ. παθ.]
εξανθρωπισμός [ουσ αρσ ] εξαπλώνω {εξάπλω-σα...
εξανίσταμαι {εξανίστα-... εξάπλωση [-εις]
εξάντας [ουσ αρσ ] εξαποδός [ουσ αρσ ]
εξαντλημένος [επίθ.] εξαπολύομαι αόρ. εξαπέ...
εξάντληση {-ης κ. -ή... εξαπόλυση [θηλ.ουσ]
εξαντλήσιμος [επίθ.] εξαπολύω {εξαπέλυσα...
εξαντλητικά [επίρ.] εξάπτομαι αόρ. εξήψα...
εξαντλητικός [επίθ.] εξάπτω {εξήψα, εξ...
εξαντλητός [επίθ.] εξαργυρώνομαι [ρ. παθ.]
εξαντλούμαι [ρ. παθ.] εξαργυρώνω {εξαργύρω-...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: