Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξάπλωση
ουσιαστικό θηλυκό diffusio`ne ~f~, espansio`ne ~f~, propagazio`ne ~f~ η εξάπλωση του χριστιανισμoύ == la diffusione del cristianesimo | η εξάπλωση των δημοκρατικών ιδεών == la propagazione delle idee democratiche permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |