Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξαρθρώνομαι
ρήμα παθητικό

1 deforma`rsi
2 disto`rcersi

εξαρθρώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 disarticola`re, lussa`re, sloga`re εξαρθώνω τον ώμο μου == slogarsi una spalla
2 ((figurato)) distru`ggere, annienta`re, neutralizza`re εξαρθρώνω μια συμμορία κακοποιών == annientare una banda di malviventi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξαρθρωμένος εξάρθρωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---