Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έξαρση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 promine`nza ~f~, protubera`nza ~f~, sporge`nza ~f~, gibbosità ~f~
2 esaltazio`ne ~f~, eccitazio`ne ~f~, fervo`re ~m~, calo`re ~m~ πατριωτική έξαρση == esaltazione patriottica | ποιητική έξαρση == eccitazione poetica
3 esaltazio`ne ~f~, lode ~f~
4 il me`ttere in rilie`vo / evide`nza, il sottolinea`re
5 ((figurato)) forte aume`nto ~m~ έξαρση παρουσιάζουν οι περιπτώσεις αυτοκτονίας == i casi di suicidio sono in forte aumento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  έξαρμα εξαρτάται  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---