Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξάρτηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 dipende`nza ~f~, subordinazio`ne ~f~, soggezio`ne ~f~ οικονομική εξάρτηση == dipendenza economica 2 dipende`nza ~f~, assuefazio`ne ~f~ εξάρτηση από τα ναρκωτικά == dipendenza dalla droga permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |