Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξαρτάται
ρήμα απρόσωπο

dipende δεν εξαρτάται από μένα == non dipende da me | Θα 'ρθεις μαζί μας; — Εξαρτάται == Verrai con noi? — Dipende

εξαρτιέμαι
ρήμα παθητικό

dipe`ndere

εξαρτώ  
ρήμα μεταβατικό

subordina`re, condiziona`re, far dipe`ndere μην εξαρτάς την επιτυχία σου από την τύχη == non far dipendere il tuo successo dalla fortuna

εξαρτώμαι
ρήμα παθητικό

dipe`ndere, e`ssere condiziona`to / subordina`to εξαρτώμαι από τούς γονείς μου == dipendere dai genitori | η αποδοχή της πρότασης θα εξαρτηθεί από τους όρους που θα τεθούν == l'accettazione della proposta dipenderà / sarà condizionata dai termini posti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  έξαρση εξάρτημα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---