Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξασθένηση
ουσιαστικό θηλυκό indebolime`nto ~m~, svigorime`nto ~m~ εξασθένηση τον οργανισμού == indebolimento dell' organismo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |