Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξασθενημένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [εξασθενώ]
2 de`bole
3 decre`pito
4 esauri`to
5 fia`cco
6 malfe`rmo
7 sfini`to
8 snerva`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξασθενημένα εξασθενής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---