Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξαρτώμενος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [εξαρτώ]
2 condiziona`le
3 sottopo`sto
4 subordina`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξαρτώμαι εξαρχαΐζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---