Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξαργυρώνομαι
ρήμα παθητικό


εξαργυρώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 converti`re in dena`ro
2 riscuotere, incassare εξαργυρώνω μια επιταγή == riscuotere / incassare un assegno | εξαργυρώνω συναλλαγματική == presentare una cambiale all'incasso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξάπτω εξαργύρωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---