Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξαπολύομαι
ρήμα παθητικό

sferra`rsi

εξαπολύω  
ρήμα μεταβατικό

1 sguinzaglia`re, sferra`re εξαπoλύω τα σκυλιά == sguinzagliare i cani | εξαπολύω επίθεση == sferrare un attacco
2 ((figurato)) scaglia`re, lancia`re, pronuncia`re εξαπολύω κατάρες == scagliare maledizioni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξαποδός εξαπόλυση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---