Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξάπτομαι
ρήμα παθητικό

acce`ndersi, scalda`rsi, irrita`rsi εξάπτεται με τo παραμικρό == si scalda / si accende per un nonnulla | εξήφθησαν τα πνεύματα == gli animi si sono accesi

εξάπτω  
ρήμα μεταβατικό

acce`ndere, eccita`re, stuzzica`re, suscita`re μου εξάπτει τη φαντασία == mi eccita la fantasia | εξάπτω την περιέργεια κάποιου == stuzzicare / suscitare la curiosità di qualcuno

εξάφτω
ρήμα μεταβατικό

variante di [εξάπτω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξαπολύω εξαργυρώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---