Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξαπλώνομαι  
ρήμα παθητικό

este`ndersi, espa`ndersi, diffo`ndersi, propaga`rsi η πετρελαιοκηλίδα συνεχίζει να εξαπλώνεται == la macchia di petrolio continua ad espandersi | η επιδημία εξαπλώθηκε γρήγορα == l'epidemia si diffuse rapidamente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξαπλός εξαπλώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---