Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξανδραποδίζομαι
ρήμα παθητικό

variante di [εξανδραποδίζω]

εξανδραποδίζω  
ρήμα μεταβατικό

ridu`rre in schiavitù, asservi`re, schiavizza`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξανάσταση εξανδραποδισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---