Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξανεμίζομαι
ρήμα παθητικό

1 sfuma`re
2 svapor`are
3 anda`re in bia`nco

εξανεμίζω  
ρήμα μεταβατικό

dissipa`re, dilapida`re, sperpera`re εξανέμισε όλη του την περιoυσία σε λίγούς μήνες == dissipò / dilapidό tutto il suo patrimonio in pochi mesi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξανδραποδισμός εξανέμιση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---