Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξάντληση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 esaurime`nto ~m~ εξάντληση χρηματικών πόρων == esaurimento dei fondi
2 esaurime`nto ~m~, spossate`zza ~f~, sfinite`zza ~f~ υπoφέρει από εξάντληση == soffre di esaurimento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξαντλημένος εξαντλήσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---