Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξαπατούμαι
ρήμα παθητικό

1 inganna`rsi
2 sbaglia`re
3 sbaglia`rsi

εξαπατώ  
ρήμα μεταβατικό

inganna`re, imbroglia`re, truffa`re, raggira`re o γνωστός σου μας εξαπάτησε == il tuo conoscente ci ha imbrogliato | εξαπατώ τον εαυτό μου == ingannare sé stesso, illudersi

εξαπατώμαι
ρήμα παθητικό


εξεπατώ
ρήμα μεταβατικό

variante di [εξαπατώ]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξαπατητικός εξαπίνης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---