Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξαντλούμαι
ρήμα παθητικό esauri`rsi ((anche in senso figurato)) τo πρώτo τεύχος του περιoδικού εξαντλήθηκε αμέσως == il primo numero del settimanale si è esaurito subito | η υπoμονή μoυ έχει εξαντληθεί == la mia pazienza si è esaurita εξαντλώ ρήμα μεταβατικό 1 esauri`re εξαντλώ μια πετρελαιοπηγή == esaurire un pozzo petrolifero 2 ((figurato)) esauri`re, dar fondo εξάντλησε όλα τα μέσα για να με πείσει == ha esaurito tutti i mezzi per convincermi | εξαντλώ ένα θέμα == dar fondo ad / esaurire un argomento 3 ((figurato)) esauri`re, estenua`re, spossa`re, strema`re, sfini`re αυτή δουλειά με έχει εξαντλήσει == questo lavoro mi ha esaurito / sfinito | η ασθένεια την εξάντλησε == la malattia l'ha stremata permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |